χώσιμο — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χώνω, το μπήξιμο. 2. τρύπωμα. 3. θάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάψιμο — το [θάβω] 1. ταφή, ενταφιασμός 2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση … Dictionary of Greek
κατάχωση — ἡ (AM κατάχωσις, ώσεως) [καταχώνω] το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα … Dictionary of Greek
καταχώνιασμα — το [καταχωνιάζω] 1. θάψιμο, χώσιμο 2. απόκρυψη, εξαφάνιση … Dictionary of Greek
μπήξιμο — το [μπήγω] βίαιη εισαγωγή ενός αντικειμένου κάπου, χώσιμο, κάρφωμα, ορμητική είσδυση … Dictionary of Greek
πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… … Dictionary of Greek
χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως … Dictionary of Greek
είσδυση — η 1. εισχώρηση, χώσιμο. 2. είσοδος σε κάτι κρυφά, τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάχωση — η το χώσιμο βαθιά στη γη: Ασχολείται με την κατάχωση της πατάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχώνιασμα — το, ατος 1. καταβρόχθιση: Θα παχύνεις με τέτοιο καταχώνιασμα φαγητού. 2. χώσιμο κάποιου πράγματος στη γη: Νομίζει πως θα σώσει τις λίρες με το καταχώνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)